ξεμουδιάζω

ξεμουδιάζω
1. μετ. выводить из оцепенения, онемения;
2. αμετ. освобождаться от оцепенения; отходить после онемения

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ξεμουδιάζω" в других словарях:

  • ξεμουδιάζω — ξεμουδιάζω, ξεμούδιασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεμουδιάζω — 1. παύω να αισθάνομαι μούδιασμα («περπάτησα λίγο και ξεμούδιασαν τα πόδια μου») 2. (για αθλητή) ετοιμάζομαι για αγώνα με κατάλληλες γυμναστικές ασκήσεις, προθερμαίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + μουδιάζω] …   Dictionary of Greek

  • ξεμουδιάζω — ξεμούδιασα, ξεμουδιασμένος: Άντε να περπατήσουμε λίγο να ξεμουδιάσουμε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεμούδιασμα — το [ξεμουδιάζω] το αποτέλεσμα τού ξεμουδιάζω …   Dictionary of Greek

  • ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • ξεμούδιασμα — ξεμούδιασμα, το ατος, το αποτέλεσμα του ξεμουδιάζω, απαλλαγή από μούδιασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»